- άξυλος
- -η, -ο (Α ἄξυλος, -ον)αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο)αρχ.1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί(«ἄξυλος ὕλη» — πυκνό δάσος απ' όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα — Όμηρος)2. όποιος δεν έχει φορτωθεί με ξύλα.
Dictionary of Greek. 2013.